πηχιαίος

πηχιαίος
-α, -ον,
Α
βλ. πηχυαίος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πηχυαίος — α, ο / πηχυαῑος, αία, ον, ΝΑ, και μτγν. τ. επιγρ. πηχιαῑος, Α αυτός που έχει μήκος ή ύψος ενός πήχυ (α. «άνθρωπος με πηχυαίο ανάστημα» β. «πηχυαῑα ἀγάλματα», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πῆχυς + κατάλ. αῖος*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”